περισταυρώ

περισταυρώ
-όω, Α [σταυρώ]
1. οχυρώνω κάτι γύρω γύρω με πασσάλους και τάφρο («περιεσταύρωσαν αυτούς τοῑς δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν», Θουκ.)
2. μέσ. περισταυροῡμαι, -όομαι
(κυριολ. και μτφ.) οχυρώνομαι ολόγυρα, οχυρώνομαι από παντού, περιχαρακώνομαι («στρατοπεδευσάμενοι καὶ περισταυρωσάμενοι», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περισταύρωμα — τὸ, Α [περισταυρώ] περίφραγμα με πασσάλους τοποθετημένους κυκλικά, περιχαράκωμα, οχύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”